Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια ασθένεια, που χαρακτηρίζεται από αύξηση των τιμών της γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα, είτε γιατί ο οργανισμός δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη, είτε γιατί η ινσουλίνη που παράγεται είναι ελάχιστη. Η γλυκόζη είναι ένα σάκχαρο, που παράγεται κατά την πέψη της τροφής, και αποτελεί την κύρια πηγή καυσίμων του σώματος. Η γλυκόζη μπορεί να περάσει από το αίμα στα κύτταρα και να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο, μόνο αν υπάρχει ινσουλίνη. Στους διαβητικούς, εξαιτίας της μη επαρκούς ινσουλίνης, το επιπλέον σάκχαρο παραμένει στο αίμα φτάνοντας σε επίπεδα επικίνδυνα για τον οργανισμό. Αν σκεφτεί, λοιπόν, κανείς ότι τα επίπεδα του σακχάρου μας στο αίμα ανεβαίνουν κάθε φορά που τρώμε, είναι εύκολο να καταλάβουμε πόσο στενά συνυφασμένες είναι οι έννοιες «διαβήτης και διατροφή», πόσο σημαντικό δηλαδή ρόλο παίζει η διατροφή στη ζωή των διαβητικών.
Η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη γίνεται με αιματολογικές εξετάσεις. Όταν η τιμή της γλυκόζης νηστείας είναι μεγαλύτερη από 110 mg/dL (ή οποιαδήποτε τυχαία μέτρηση προγευματική ή μεταγευματική μεγαλύτερη από 200 mg/dL), χρειάζεται να απευθυνθούμε σε διαβητολόγο, ώστε να κάνουμε και άλλες εξετάσεις (π.χ. δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη), για να διαπιστωθεί αν πάσχουμε από διαβήτη. Υπάρχουν δύο τύποι διαβήτη: ο διαβήτης τύπου 1 ή ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης και ο διαβήτης τύπου 2 ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης.
Στον διαβήτη τύπου 1 ο οργανισμός δεν μπορεί να παράγει καθόλου ινσουλίνη. Ο διαβήτης τύπου 1 εμφανίζεται συνήθως από τη βρεφική ηλικία ως την ηλικία των 35 ετών, γι’ αυτό και είναι γνωστός ως νεανικός διαβήτης .
Τα αίτια για την εμφάνισή του δεν έχουν διευκρινιστεί, ωστόσο οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ορισμένοι άνθρωποι έχουν μια γενετική προδιάθεση για τη νόσο, την οποία εμφανίζουν με αφορμή κάποιο ψυχολογικό ή σωματικό στρες. Ακόμα και μια απλή ίωση μπορεί να στρεσάρει τον οργανισμό, γι’ αυτό και οι διαγνώσεις του διαβήτη τύπου 1 είναι σχεδόν διπλάσιες τους χειμωνιάτικους μήνες.
Ο διαβήτης τύπου 1 δεν κληρονομείται και δυστυχώς δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε προληπτικά, μιας και η εμφάνιση του δε σχετίζεται με τον τρόπο ζωής μας. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι αμέσως με τα πρώτα συμπτώματα να πάμε στον γιατρό, για να τον ρυθμίσουμε το συντομότερο δυνατό. Τα συμπτώματα, που τον χαρακτηρίζουν, είναι έντονα και εμφανίζονται ξαφνικά: συχνουρία, υπερβολική δίψα, απότομη απώλεια βάρους και ταυτόχρονα αυξημένη όρεξη, κόπωση, θολή όραση, ναυτία, δυσάρεστη αναπνοή.
Ο τύπου 1 διαβήτης αντιμετωπίζεται με ινσουλινοθεραπεία, η οποία εφαρμόζεται είτε με ένεση (ειδικά διακριτικά στυλό) είτε με μια συσκευή (ειδική αντλία) που προσαρμόζεται πάνω στο σώμα και εφοδιάζει τον ασθενή με ινσουλίνη στις κατάλληλες ποσότητες.
Στο διαβήτη τύπου 2 ο οργανισμός παράγει λίγη ινσουλίνη. Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 40 ετών και αφορά το 80-90% των περιπτώσεων διαβήτη. Οι στατιστικές, βέβαια, δείχνουν ότι έχει πλέον αυξηθεί η συχνότητα εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 σε νεότερες ηλικίες, ακόμη και σε παιδιά. Σε αυτήν τη μορφή διαβήτη, ο οργανισμός παρουσιάζει αντίσταση στην ινσουλίνη, μια κατάσταση που οδηγεί στην αυξημένη παραγωγή ινσουλίνης προκειμένου να ξεπεραστεί η αντίσταση αυτή.
Τα αίτια του είναι ένας συνδυασμός παραγόντων, όπως η κακή διατροφή (το συσσωρευμένο λίπος στην περιοχή της κοιλιάς, η κοιλιακή παχυσαρκία, δημιουργεί αντίσταση στην ινσουλίνη) και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας (όσοι ακολουθούν μια καθιστική ζωή έχουν σχεδόν πενταπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 από εκείνους που γυμνάζονται συστηματικά), αλλά και η κληρονομικότητα.
Τα συμπτώματα του διαβήτη τύπου 2 είναι παρόμοια με αυτά του διαβήτη τύπου 1 μόνο που εμφανίζονται σταδιακά. Γι’ αυτό, στην έναρξή του, μπορεί να παρατηρήσουμε συχνές ουρολοιμώξεις, αργή επούλωση δερματικών πληγών, λοιμώξεις των ούλων, μούδιασμα στα χέρια ή στα πόδια, κνησμό στο δέρμα και κόπωση.
Αν και ο διαβήτης τύπου 2 δε θεραπεύεται εντελώς, ρυθμίζεται πολύ καλά είτε με αντιδιαβητικά φάρμακα, είτε υιοθετώντας έναν υγιεινό τρόπο ζωής, που θα περιλαμβάνει συστηματική σωματική άσκηση, μεσογειακή διατροφή και διατήρηση ενός ιδανικού βάρους. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι και στον διαβήτη τύπου 2, μετά από κάποια χρόνια (5-25 ανάλογα με την περίπτωση), το πάγκρεας εξαντλείται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παράγει άλλη ινσουλίνη. Έτσι, κάποια στιγμή και οι διαβητικοί τύπου 2 μπορεί να χρειαστούν ινσουλινοθεραπεία. Βέβαια, όσο πιο σωστά διαχειριστεί κανείς τον διαβήτη του, δηλαδή προσέχει τη διατροφή του, ασκείται, διατηρεί το βάρος του σε φυσιολογικά επίπεδα και ρυθμίζει το σάκχαρό του με αντιδιαβητικά φάρμακα, τόσο πιο πολύ θα αργήσει να μπει σε ινσουλινοθεραπεία.
Η διατροφή παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, που έχουν διαβήτη. Άσχετα αν ο διαβήτης είναι τύπου 1 ή 2, ένας διαβητικός θα πρέπει να προσέχει πολύ τη διατροφή του. Παλαιότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι ένας διαβητικός δεν πρέπει να καταναλώνει καθόλου τρόφιμα, που περιέχουν ζάχαρη ή άμυλο. Ωστόσο, οι διατροφικές συστάσεις για τους διαβητικούς ασθενείς έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι η αντίληψη αυτή αποτελεί τον πιο ισχυρό διατροφικό μύθο. Οι σύγχρονες διατροφικές συστάσεις σε καμία περίπτωση δεν απαγορεύουν την κατανάλωση υδατανθράκων, είτε με τη μορφή αμύλου είτε με τη μορφή φυσικών σακχάρων (ζάχαρης). Σύμφωνα με τους ερευνητές, για τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα δεν έχει σημασία η μορφή των υδατανθράκων που καταναλώνονται, αλλά η ποσότητα και ο καταμερισμός τους μέσα στην ημέρα.
Σε γενικές γραμμές, οι διατροφικές συστάσεις για τους διαβητικούς συνοψίζονται ως εξής:
Ευγενία Καραγιαννίδου
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, MSc
Photo: Diabetes by Agência Brasil Fotografias is licensed under CC BY 2.0