Όλοι γνωρίζουμε για τη «μωρουδίστικη» ομιλία, που χρησιμοποιούν συχνά κάποιοι ενήλικες, όταν απευθύνονται σε παιδιά. Παρόμοιο τρόπο ομιλίας χρησιμοποιούν κάποιοι, όταν απευθύνονται και σε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας ανεξάρτητα από την ικανότητά τους στην κατανόηση και την απόκριση. Στην πραγματικότητα, όμως, στους ηλικιωμένους οφείλουμε να μιλάμε, όπως θα μιλούσαμε σε οποιονδήποτε άλλον ενήλικα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του λανθασμένου τρόπου ομιλίας έχουμε όλοι υπόψη μας. Έτσι, για παράδειγμα, ακούμε συχνά σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς φράσεις, όπως «έλα, παππού, να κάτσεις εδώ». Κάποιοι, πάλι, φροντιστές υγείας, γηροκόμοι ή εθελοντές απευθύνονται στον ηλικιωμένο τρόφιμο με υποκοριστικά («γλυκιά μου») ή σπεύδουν να απαντήσουν για λογαριασμό τους («Είναι ώρα να πας στην τουαλέτα, καλή μου»). Αρκετά συχνά θα δούμε και σε ιατρικά ραντεβού ο ιατρός να μιλάει στον ενικό στον ηλικιωμένο ασθενή του. Αυτός ο τρόπος ομιλίας ονομάζεται «elderspeak» (elder+speak, δηλ. ηλικιωμένος+ομιλία) και χαρακτηρίζεται από:
Ορισμένοι έχουν άγνοια και απλά αναπαράγουν τον τρόπο ομιλίας, που χρησιμοποιούν οι γύρω τους. Άλλοι, πάλι, το κάνουν από έλλειψη ενσυναίσθησης, δηλαδή δεν μπαίνουν στη διαδικασία να σκεφτούν πώς ενδεχομένως «εισπράττει» ο ηλικιωμένος αυτόν τον τρόπο ομιλίας από μέρους τους.
Επίσης, πίσω από την επιλογή μιας τέτοιας επικοινωνίας «κρύβονται» και λανθασμένες αντιλήψεις. Ο ομιλών, λοιπόν, ίσως θεωρεί ότι οι ηλικιωμένοι είναι εξαρτώμενοι, αδύναμοι, εύθραυστοι και ότι όλοι πάσχουν από προβλήματα μνήμης ή ακοής. Παράλληλα, νιώθει ότι ο ίδιος έχει μεγαλύτερο έλεγχο, δύναμη και γνώσεις από τον ακούοντα ηλικιωμένο.
Όταν ένας φροντιστής λέει σε μια ηλικιωμένη γυναίκα «Τι θα φάμε σήμερα;» ή «μπράβο, καλό κορίτσι ήσουν σήμερα!», μπορεί να το κάνει, για να είναι καλός απέναντί της. Στην πραγματικότητα, όμως, με αυτόν τον τρόπο την κάνει να αισθάνεται ανίκανη και υποδεέστερη και χειροτερεύει την εικόνα της για τη γήρανση. Οι αρνητικές, όμως, αντιλήψεις για τη γήρανση επιβαρύνουν, κατ΄επέκταση, και την κατάσταση της υγείας.
Έρευνες έχουν δείξει ότι, όταν οι ηλικιωμένοι εισπράττουν μια τέτοια ομιλία από τους άλλους, νιώθουν ότι δεν τους σέβονται, μειώνεται η απόδοση στα καθήκοντά τους και αυξάνονται τα ποσοστά της κατάθλιψης. Παρόμοια είναι και τα αποτελέσματα σε ανθρώπους με άνοια. Σε έρευνα της Kristine Williams, γεροντολόγου νοσηλεύτριας και αναπληρώτριας καθηγήτριας στο University of Kansas School of Nursing, βιντεοσκοπήθηκαν 80 αλληλεπιδράσεις μεταξύ φροντιστών και 20 τροφίμων γηροκομείου, που έπασχαν από ήπια ή μέτρια άνοια. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, όταν το προσωπικό του γηροκομείου χρησιμοποιούσε εκφράσεις όπως «γλυκιά μου» κλπ, οι ασθενείς ήταν περισσότερο επιθετικοί και λιγότερο συνεργάσιμοι και αντιδρούσαν με γκριμάτσες και φωνές. Σκεφτείτε πόσο δυσάρεστο είναι γι΄αυτούς τους ασθενείς να νιώθουν ότι χάνουν τις γνωστικές τους ικανότητες και, παράλληλα, να τους μιλούν οι άλλοι σαν να είναι «μωρά».
Επίσης, κάποιοι ηλικιωμένοι ενδεχομένως να επιλέξουν την απόσυρση από την κοινωνική ζωή, προκειμένου να αποφύγουν μια τέτοιου είδους αλληλεπίδραση και να οδηγηθούν στην απομόνωση και τη μοναξιά.
Τον λανθασμένο τρόπο επικοινωνίας τον συναντούμε και μεταξύ διδασκόντων/ομιλητών και ηλικιωμένων ακροατών σε μαθήματα, σεμινάρια, διαλέξεις κλπ και «πηγάζει» από την άγνοια που έχει συνήθως ο εκπαιδευτής σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ηλικιωμένου μαθητή.
Σύμφωνα με τον Malcolm Knowles, Αμερικανό εκπαιδευτή ενηλίκων που ασχολήθηκε εκτενώς με τη διδασκαλία ενηλίκων, ένα λάθος, που συχνά επαναλαμβάνεται, είναι το εξής: οι εκπαιδευτές αντιμετωπίζουν τους ενηλίκους ή ηλικιωμένους μαθητές τους σαν παιδιά. Όμως, θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας:
Το να χρησιμοποιούμε ένα πλούσιο λεξιλόγιο, πάντα κάνει τη συζήτηση πιο ενδιαφέρουσα. Εξάλλου, ο άνθρωπος είναι σε θέση καθ΄όλη την πορεία της ζωής του, να μαθαίνει καινούριες λέξεις. Ωστόσο, καλό είναι να είμαστε πιο φειδωλοί με τη χρήση της αργκό (γλώσσα των νέων) και, εφόσον τη χρησιμοποιούμε, να επεξηγούμε όπου χρειάζεται.
Φροντίζουμε να διατηρούμε έναν σεβασμό στην κουβέντα μας αποφεύγοντας ενοχλητικά υποκοριστικά και ενικό αριθμό, εκτός κι αν μας έχουν επιτρέψει οι ίδιοι να τους μιλάμε στον ενικό.
Σε συνομιλητές, που έχουν βαρηκοΐα, οπωσδήποτε χρειάζεται να ενισχύσουμε κάπως την ένταση της φωνής, αλλά όχι πολύ, γιατί, τότε, παραμορφώνονται οι λέξεις.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε, κάνοντας κάποιες κατά περίπτωση προσαρμογές, να αντιμετωπίζουμε τον ηλικιωμένο ως έναν ισότιμο ενήλικα συνομιλητή, που έχει τα δικά του αξιοσέβαστα όρια.