Όλα για την Τρίτη Ηλικία
info@gernaoallios.gr

Άρωμα κόκκινης ντομάτας

Ο Αύγουστος άρχισε να ξεφτίζει. Πέρασαν οι μεγάλες γιορτές και μαζί η αγωνία του κόσμου να πάει κάπου. Πέρασαν και οι μεγάλες ζέστες και τα επίμονα τζιτζίκια να σου υπενθυμίζουν τη στεγνή καλοκαιρινή φύση. Και ήρθε η εποχή του κυνηγιού και η εποχή της ώριμης ντομάτας! Κιλά οι ώριμες κατακόκκινες ντομάτες κι ο χυμός τους μέσα σε τουλπάνια να στραγγίζει, όπως τότε…

Όπως τότε, που εσύ ήσουν με ανασηκωμένα μανίκια, φουριόζα και καταϊδρωμένη. Η πρωταγωνίστρια! Να σηκωθείς νωρίς, να προνοήσεις, να ετοιμάσεις , να τρέξεις για όλους και να μιλάς! Να δίνεις οδηγίες. Συμβουλές. Να μαλώνεις, να γελάς, να θυμάσαι, να μοιράζεσαι, να συγκινείσαι (αν συμπάσχεις), να αισθάνεσαι.

Αυτή η μυρωδιά της τριμμένης ώριμης ντομάτας στο τουλπάνι με έστειλε πίσω, τότε που σε είχα.

Τότε που ολοζώντανη, γεμάτη ζωή, αγωνίες, επιμονή, σπιρτάδα,νεύρα και χιούμορ κυκλοφορούσες ανάμεσά μας: άλλοτε μας εξυπηρετούσες και μας βοηθούσες κι άλλοτε μας έσπαζες τα νεύρα…συναισθήματα ανάμικτα. Αεικίνητη, φωνακλού. Όσο χαρούμενη, τόσο και λυπημένη δυο λεπτά αργότερα.

Κι έρχονταν κι έφευγαν τα Χριστούγεννα με τις ετοιμασίες σου στα γλυκά, τα φαγητά, τις πίτες και τα στολίσματα. Στην εκκλησία από την πρώτη καμπάνα. Και το Πάσχα, με όλη την κούραση των ημερών, πάντα παρούσα στις ακολουθίες τα βράδια. Και πάντα κάτι ιδιαίτερο για όποιο παιδί δεν έτρωγε τη μαγειρίτσα. Και τα κόκκινα αυγά στολισμένα ένα-ένα. Να είναι όλα στην ώρα τους. Νοικοκυρεμένα, καθαρά, τακτικά.

Κι έρχονταν κι έφευγαν τα καλοκαίρια με τις ετοιμασίες για τον χειμώνα: τους τραχανάδες, τις μαρμελάδες, τον πελτέ. Με τον μπαμπά να έρχεται από το παζάρι με τις τσάντες γεμάτες ντομάτες, για να κάνεις τον πελτέ. Κόχλαζε η μεγάλη κατσαρόλα και η πυλωτή μοσχοβολούσε κι έδινε άρωμα στις μέρες μας «γράφοντας» στον εγκέφαλό μας μνήμες ανεξίτηλες, που σήμερα γλυκά μας πονάνε.

Κι όμως είσαι πάλι εκεί!

Αλλά τόσο διαφορετική…Τόσο αθόρυβη και μόνιμα χαμογελαστή.

Μια σκιά του εαυτού σου…

Ήρθα στη θέση σου, μαμά! Και είμαι εγώ τώρα που φτιάχνω τις σάλτσες.

Τώρα σιωπηλή και καρτερική μάς βλέπεις να ερχόμαστε και να φεύγουμε, έτσι όπως βλέπεις και την κάθε σου μέρα να έρχεται και να φεύγει, απαράμιλλα ίδια με την προηγούμενη. Τόσο, που δεν έχει πια κανένα νόημα να θυμάσαι ούτε το χθες, ούτε το σήμερα.

Με υποδέχεσαι με το ίδιο χαμόγελο, που με αποχαιρετάς. Κι ας ψάχνω εγώ απεγνωσμένα κάτι ιδιαίτερο στο αγκάλιασμά σου, όπως τότε που με τόση λαχτάρα με καλωσόριζες και μ’ έσφιγγες στην αγκαλιά σου. Κι όταν έφευγα, πόσα καλούδια για τον δρόμο φτιαγμένα απ’τα χεράκια σου, για να με συντροφεύεις στο ταξίδι! Και το χέρι σου να με χαιρετά και να μικραίνει…να μικραίνει…μέχρι που χανόσουν…

Πάνε τώρα οκτώ χρόνια από τότε που σε «έχασα», μαμά. Σε έχω, αλλά δεν είσαι πια η ίδια. Και το συνειδητοποίησα προχθές στο σπίτι μιας φίλης, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η μαμά της. Και μίλησαν αρκετή ώρα για μικρά και τετριμμένα, λεπτομέρειες, ανησυχίες και νοιάξιμο. Και ξαφνικά κατάλαβα πόσα χρόνια έχει να χτυπήσει το τηλέφωνο και να ακούσω τη φωνή σου.

Γιατί έπαψες πια να μου τηλεφωνείς, μαμά. Το ξεχνάς, μου λες.

Μα, ξεχνάει η μαμά μου να με πάρει τηλέφωνο;

Τάνια Λαζαρίδου

Photo: Humboldt County by Rob Bertholfis licensed under CC BY 2.0

Λίγα λόγια για μας

«Γερνάω αλλιώς» δε σημαίνει δε γερνάω.
Σημαίνει γερνάω με επίγνωση και αξιοπρέπεια.
Σημαίνει ότι την πείρα και τη σοφία της ζωής δεν τις εγκλωβίζω σε αναμνήσεις, αλλά τις μετουσιώνω σε δράση, στωικότητα, όνειρα, υπομονή, δημιουργία.

Διαβάστε περισσότερα