Όπως συμβαίνει σε κάθε μεταβατικό στάδιο του κύκλου ζωής της οικογένειας (φεύγεις από το σπίτι, παντρεύεσαι, γίνεσαι γονιός), έτσι και όταν αποκτάς για πρώτη φορά εγγονάκι, όταν γίνεσαι δηλαδή παππούς και γιαγιά, αποτελεί μια ξεχωριστή και πολύτιμη, μεταβατική όμως πάντα, εμπειρία. Είναι μια ευκαιρία που, όπως και σε κάθε μετάβαση έτσι και σε αυτήν, έρχεται να σε διδάξει , να σε αλλάξει και να σε κάνει να βιώσεις μια πολύ ξεχωριστή σχέση. Πολλοί παππούδες μιλάνε για την ξεχωριστή εμπειρία τού να απολαμβάνεις ένα παιδί χωρίς να βιώνεις τα βάρη και τις υποχρεώσεις που έχει ο γονέας και μοιάζει να πέφτουν πολύ μέσα στην περιγραφή του βιώματος.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι παππούδες και γιαγιάδες είναι δραστήριοι και, συνήθως, είναι κοινωνικά ενεργοί. Έχουν, δηλαδή, τις δικές τους ζωές και απολαμβάνουν τις επιλογές και τη ζωή τους. Παρ΄όλα αυτά, αυτή η νέα εμπειρία τούς προσφέρει μια τελείως διαφορετική ματιά σε έναν καινούριο κόσμο και την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με την επόμενη γενιά και να εμπειρευτούν νέες ιδέες. Στις θετικές εμπειρίες αυτού του νέου ρόλου είναι η αίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι είναι και αυτοί που θα συμμετέχουν σε μια νέα ζωή. Έτσι η ζωή αποκτά και ένα ακόμη σκόπο και νόημα.
Μια δεύτερη ευκαιρία
Το πιο σημαντικό στοιχείο, όταν γίνεσαι παππούς και γιαγιά, είναι το ότι αποκτάς μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία είναι που αξιοποιούν συνήθως οι παππούδες και απολαμβάνουν τη σχέση με το εγγονάκι τους. Αυτή η ευκαιρία είναι, που κάνει συχνά του γονείς να απορούν βλέποντας μια στάση των παππούδων προς το εγγονάκι τους διαφορετική από εκείνη που είχαν παλιότερα ως γονείς προς τα παιδιά τους. Μέσα από τη σχέση τους με τα εγγόνια τους οι γιαγιάδες και οι παππούδες προσπαθούν να βελτιώσουν όσα έκαναν ως γονείς, για τα οποία δεν είναι πολύ περήφανοι. Έχουν την ευκαιρία, δηλαδή, να ξαναβιώσουν τη γονικότητα μέσα από έναν πιο ευχάριστο και χωρίς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις δρόμο. Έτσι, αλλάζουν πράγματα που θεωρούν ότι έκαναν λάθος ή έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν τη σχέση με το παιδί, πράγμα που δεν είχαν ίσως την πολυτέλεια να κάνουν με τα δικά τους παιδιά. Για παράδειγμα, ένας παππούς, που ως πατέρας ήταν σκληρά εργαζόμενος και δεν είχε την ευκαιρία να είναι ενεργός στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών, ίσως ως παππούς να αναβιώνει έναν καινούριο ρόλο , αυτόν του άντρα που φροντίζει, παίζει και συμμετέχει ενεργά στη σχέση με τα εγγόνια του. Μέσα, λοιπόν, από την καινούρια σχέση με το εγγόνι έχουν την ευκαιρία να επανορθώσουν και τη σχέση τους με τα δικά τους παιδιά. Για παράδειγμα, μια σχέση μητέρας – κόρης, που ήταν πολύ έντονη και συγκρουσιακή, μπορεί μέσα από την εγγονή να επουλωθεί και η τότε μητέρα, και νυν γιαγιά, να μπορέσει να επανορθώσει.
Αυτό το διορθωτικό διαγενεακό σενάριο δε γίνεται συνήθως μαγικά και χωρίς πόνο. Προϋποθέτει την προσπάθεια και τη διάθεση για κατανόηση και από τις δύο πλευρές. Ο θυμός και η ένταση μπορεί αρχικά να εμφανίζονται ανάμεσα στη σχέση των γονιών με τους δικούς τους γονείς. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα παιδιά (και ταυτόχρονα τωρινοί γονείς) αναβιώνουν μέσα από το παιδί τους τη δική τους παιδικότητα και τις ελλείψεις που αυτή είχε. Έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν, λοιπόν, τον θυμό και την απογοήτευση προς τον γονιό τους. Από την άλλη οι παππούδες είναι σημαντικό να είναι σε θέση να αναστοχαστούν απέναντι στον δικό τους ρόλο ως γονείς, αλλά και απέναντι στον καινούριο ρόλο τους ως παππούδες/γιαγιάδες. Να έχουν διάθεση, δηλαδή, να αξιοποιήσουν αυτήν τη νέα εμπειρία ως ένα δρόμο κατανόησης του εαυτού τους και των σχέσεων, που αυτοί δημιουργούν.
Έχουμε γράψει πολλές φορές για το πόσο σημαντικό είναι για την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού ο ασφαλής δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στους γονείς και στο παιδί. Όμως, και η επαφή των παιδιών με τους παππούδες/γιαγιάδες προσφέρει πλούσια και σημαντικά για την ανάπτυξη του παιδιού συναισθήματα (Silverstein, 1991; Tizard, 1986). Το πολύτιμο σε αυτήν την ιστορία είναι ότι η σχέση των παππούδων/γιαγιάδων με τα εγγόνια είναι ευεργετική και για τις δύο γενιές. Σε σχέση με τους συχνά κουρασμένους γονείς, οι οποίοι επιβαρύνονται και τον μεγαλύτερο όγκο τον καθημερινών υποχρεώσεων του παιδιού, οι παππούδες έχουν περισσότερο χρόνο, διάθεση και προσοχή να δώσουν στα εγγόνια (Hillman, 1999; Kornhaber, 1996). Όμως αυτή η θετική αλληλεπίδραση των γηραιότερων με τα εγγόνια τους δεν προσφέρει ικανοποίηση μόνο στους ίδιους, αλλά δίνει ευκαιρίες και στα παιδιά για συναισθηματική και κοινωνική αλληλεπίδραση, η οποία έχει συνδεθεί με μεγαλύτερη ικανότητα συναισθηματικού μοιράσματος στην ενήλικη ζωή.
Τι είδους παππούς ή γιαγιά μπορείς ή θέλεις να γίνεις;
Βέβαια η σχέση με τα εγγόνια δεν είναι μονάχα θέμα επιλογής αλλά και αποτέλεσμα ποικίλων άλλων παραγόντων όπως η γεωγραφική απόσταση, η σχέση των γονέων με τους γονείς τους, οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις των γονέων, αλλά και η διαθεσιμότητα και ο βαθμός εμπλοκής που μπορούν ή επιθυμούν να έχουν οι παππούδες (Cherlin & Furstenberg, 1985; Kornhaber, 1996; Troll, 1985). Όταν η σχέση μεταξύ παππούδων και γονέων είναι δύσκολη, ίσως να μην είναι πολύ εύκολο για τους παππούδες να αποκτήσουν μια στενή και συναισθηματική σχέση με τα εγγόνια τους. Από την άλλη υπάρχουν παππούδες, που επιθυμούν να έχουν μια περισσότερο συμβολική σχέση με τα εγγόνια, ενώ άλλοι επιθυμούν να εμπλέκονται πιο ενεργά. Ομοίως, υπάρχουν γονείς που επιθυμούν να εμπλέξουν σε μεγάλο βαθμό τους παππούδες στις καθημερινές απαιτήσεις των εγγονιών και άλλοι που διατηρούν μια μεγαλύτερη απόσταση. Σε κάθε περίπτωση η αμοιβαία συνεννόηση, η επικοινωνία και ικανότητα να μπορέσεις να μπεις στη θέση του άλλου βοηθούν σε μια αρμονικότερη και δίχως εντάσεις προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα και από τις δύο πλευρές.
Έρευνες στις Η.Π.Α έχουν δείξει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παππούδων και των γιαγιάδων επιθυμούν να ακολουθήσουν ένα λιγότερο συμμετοχικό μοντέλο στην ανατροφή των εγγονιών τους. Σε ερωτήσεις σχετικά με θέματα δικής τους παρέμβασης τείνουν να απαντούν στο μεγαλύτερο ποσοστό ότι δεν έχουν το δικαίωμα να πουν στα παιδιά τους (στους γονείς) πώς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους (Cherlin & Furstenberg, 1985). Σύμφωνα με άλλες έρευνες ο ρόλος των παππούδων και των γιαγιάδων δεν προσεγγίζεται μονόπλευρα, αλλά δίνεται έμφαση στη σχέση που διαμορφώνεται και σε μια αμοιβαία συνεννόηση όπου και οι δύο πλευρές μπορούν να έχουν λόγο στην ανατροφή των εγγονιών, αρκεί αυτό να γίνεται με σεβασμό και ανοιχτή επικοινωνία (Kornhaber, 1996). Αυστραλιανοί ερευνητές, οι οποίοι μελέτησαν τη σχέση μεταξύ εγγονιών και παππούδων/γιαγιάδων, κατέληξαν σε τέσσερα είδη φροντιστή ανάλογα με την παροχή φροντίδας και εμπλοκής στην καθημερινή ρουτίνα (Goodfellow & Laverty, 2003):
- Ένθερμοι – φανατικοί φροντιστές : η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από τα εγγόνια και την καθημερινή τους φροντίδα.
- Ευέλικτοι φροντιστές : ασχολούνται σε σημαντικό βαθμό με τη φροντίδα των εγγονιών τους, όμως δίνουν κάποια προτεραιότητα και στον δικό τους χρόνο, ζωή και ενδιαφέροντα.
- Επιλεκτικοί φροντιστές : παρόλο που θεωρούν ότι η σχέση με τα εγγόνια είναι σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, δε θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται μονάχα ως παππούδες/γιαγιάδες.
- Διστακτικοί φροντιστές : δε συμμετέχουν ιδιαίτερα στη φροντίδα των εγγονιών τους και αναγνωρίζουν ότι έχουν και άλλους σημαντικούς ρόλους να ισορροπήσουν στη ζωή τους.
Σε μεσογειακές χώρες, όπως η δική μας, που ακολουθούν ένα περισσότερο «εντός της οικογένειας» μοντέλο (collectivistic families) συχνά ακούμε γονείς να παραπονιούνται για παππούδες και γιαγιάδες που παρεμβαίνουν στα θέματα διαπαιδαγώγησης των εγγονιών. Μια γιαγιά που παρεμβαίνει, συχνά δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα από αυτά που θεωρεί ότι λύνει. Όμως, για κάθε γιαγιά που παρεμβαίνει υπάρχει και ένας γονιός που επιτρέπει.
Η επικοινωνία και ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ γονέων και παππούδων είναι ένα μεγάλο επίτευγμα που προσφέρει ποικίλα οφέλη τόσο στη σχέση των παιδιών που είναι οι τελικοί αποδέκτες όσο και στη σχέση ανάμεσα στις γενιές. Σεβασμός από την πλευρά των γονέων δε σημαίνει «δε λέω όχι ποτέ στους παππούδες» ή «απαιτώ να με υπηρετούν σύμφωνα με τις δικές μου ανάγκες και τους δικούς μου όρους». Σεβασμός από την πλευρά των παππούδων δε σημαίνει «ακολουθώ άρρητα τις εντολές των γονιών» ή «θέλω να επιβάλλω τον δικό μου τρόπο, γιατί ξέρω ότι είναι ο σωστότερος». Αυτά συνήθως είναι τα μεγαλύτερα λάθη στην επικοινωνία γονέων – παππούδων/γιαγιάδων.
Οι γονείς μπορούν να παρέχουν τις κατευθύνσεις και οι παππούδες να έχουν τη δυνατότητα και την ευελιξία να προσαρμοστούν με τον δικό τους τρόπο σε αυτές. Οι παππούδες, από την άλλη, είναι χρήσιμο να εγκαταλείψουν τον δρόμο της αυθεντίας και να ταξιδέψουν περισσότερο προς τα νερά των νέων γονέων, οι οποίοι είναι πλέον περισσότερο καταρτισμένοι και συναισθηματικά παρόντες στις ζωές των παιδιών τους. Ας προσπαθήσουν, δηλαδή, να τους εμπιστευτούν. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες συχνά αισθάνονται παραγκωνισμένοι, όταν οι γονείς ακολουθούν έναν δικό τους τρόπο ανατροφής. Είναι πιο χρήσιμο γι΄ αυτούς, όμως, να εγκαταλείψουν τη λογική σωστό – λάθος και να σταματήσουν να συγκρίνουν τον εαυτό τους. Δώστε χώρο σε νέες ιδέες και μην είστε αυστηροί κριτές. Θυμηθείτε ότι κάποτε και εσείς βρεθήκατε στη θέση τους. Προσπαθήστε να είστε όσο το δυνατόν λιγότερο ανταγωνιστικοί. Κάθε σχέση είναι ξεχωριστή. Κάθε ρόλος είναι σημαντικός και δεν μπορεί να αντικαταστήσει ο ένας τον άλλον.
Αν είστε νέος παππούς ή νέα γιαγιά, δουλέψτε πάνω στον νέο σας ρόλο.
Ίσως σας πάρει λίγο χρόνο να επιλέξετε τι είδους παππούς ή γιαγιά θέλετε να γίνεται. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία, η οποία εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων. Εξαρτάται όμως και από τη δική σας επιθυμία και διαθεσιμότητα. Μπορεί να αισθανθείτε ότι φορτώνεστε πολλές προσδοκίες ή ευθύνες ή, από την άλλη, ότι υπάρχει μια απόσταση και εσείς επιθυμείτε να γίνετε πιο συμμετοχικοί. Δώστε χρόνο, γιατί ενδεχομένως υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθετε σε αυτόν τον νέο για εσάς ρόλο. Μην παραμελήσετε τον εαυτό σας. Η υγεία σας και οι αντοχές σας είναι επίσης σημαντικές και επηρεάζουν τον βαθμό που θα εμπλακείτε.
Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες της οικογένειας και τις δικές σας ανάγκες δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Όμως, κανένας δεν πρόκειται να βγει μακρόχρονα κερδισμένος, αν εσείς προσπαθείτε περισσότερο από όσο μπορείτε.
Είναι απόλυτα θεμιτό να αποφασίσετε εσείς τι μπορείτε να κάνετε, για να βοηθήσετε, και πόσο επιθυμείτε να εμπλακείτε ως παππούς/γιαγιά. Είναι σημαντικό να ακούσετε τις ανάγκες των παιδιών σας και να προσπαθήσετε να προσφέρετε ό,τι μπορείτε. Είναι, όμως, εξίσου σημαντικό να επικοινωνήσετε και τα δικά σας όρια, επιθυμίες και επιλογές. Έτσι χτίζετε μια πιο υγιή επικοινωνία, που είναι ο προθάλαμος για ουσιαστική, ζεστή και πλούσια σε συναισθήματα νέα σχέση με τα παιδιά και τα εγγόνια σας.
Τέλος, να θυμάστε ότι ο ρόλος σας και ο βαθμός που επιθυμείτε να εμπλακείτε είναι κάτι που ενδέχεται να αλλάξει στην πορεία. Η δέσμευσή σας με τον νέο σας ρόλο μπορεί να αλλάξει με τον καιρό, όπως πιθανό να αλλάξουν και οι ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του εγγονιού σας. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν πχ αισθάνεστε ότι δεν μπορείτε να προσφέρετε πολλά στο εγγόνι – βρέφος, πιθανό να μπορείτε να του προσφέρετε περισσότερα στα μετέπειτα χρόνια. Επίσης κρατήστε στο μυαλό σας ότι και η δική σας εμπλοκή ενδέχεται να αλλάξει και να επιθυμείτε να εμπλέκεστε περισσότερο στην πορεία.
Σε κάθε περίπτωση, φροντίστε να δώσετε χρόνο σε αυτήν τη νέα σχέση. Επικοινωνήστε ανοιχτά με τα παιδιά σας. Έτσι αυξάνετε την πιθανότητα να χτίσετε μια γερή και ασφαλή σχέση με τα εγγόνια.
Δουλέψτε με τον εαυτό σας και μέσα από τον νέο αυτό ρόλο αναγνωρίστε τα λάθη του παρελθόντος αξιοποιώντας αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία. Δείτε το σαν μια καλή ευκαιρία να βελτιώσετε τη σχέση με τα παιδιά σας και να επουλώσετε τις πληγές του παρελθόντος.
Βιβλιογραφία
- Cherlin, A., & Furstenberg, F. (1985). Styles and strategies of grandparenting. In V. Bengston & J. Robertson (Eds.), Grandparenthood. Beverly Hills: Sage Publications.
- Kornhaber, A. (1996). Contemporary grandparenting. Thousand Oaks, U.S.: Sage Publications.
- Silverstein, L. (1991). Transforming the debate about child care and maternal employment. American Psychologist, 46(10), 1025-1032.
- Goodfellow, J., & Laverty, J. (2003). Grandparents supporting working families: Satisfaction and choice in provision of child care. Family Matters, 66, 14-19.
Ψυχολόγος, MSc – Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια